- Ἐπιδαύρια
- Ἐπιδαύριοςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐπιδαυρία — Ἐπιδαυρίᾱ , Ἐπιδαύριος fem nom/voc/acc dual Ἐπιδαυρίᾱ , Ἐπιδαύριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιδαυρίᾳ — Ἐπιδαυρίᾱͅ , Ἐπιδαύριος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επιδαύρια — Αρχαία θρησκευτική γιορτή που τελούσαν οι Αθηναίοι κατά τη 17η, 18η ή 19η μέρα του μήνα Βοηδρομιώνος (μέσα Σεπτεμβρίου – μέσα Οκτωβρίου). Πιστεύεται ότι τα Ε. αποτελούσαν μέρος των τελετών των Μεγάλων Ελευσινίων, καθώς γιορτάζονταν την ημέρα κατά … Dictionary of Greek
Ἐπιδαυρίας — Ἐπιδαυρίᾱς , Ἐπιδαύριος fem acc pl Ἐπιδαυρίᾱς , Ἐπιδαύριος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭПИДАВРИИ — • Έπιδαύρια, τα, праздник в Афинах, праздновавшийся, вероятно, на 4 день елевсинских мистерий в честь Асклепия (Paus. 2, 26, 7.) … Реальный словарь классических древностей
Ἐπιδαυρίαν — Ἐπιδαυρίᾱν , Ἐπιδαύριος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АРГОС — I. • Argos, Άργος, τό, значит равнина, и именно приморская равнина; в особенности это имя (так же, как Ларисса) было названием пеласгических городов. 1. Πελασγικον Άργος у Гомера (Il. 2, 681) обозначает фессалийскую… … Реальный словарь классических древностей
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε … Dictionary of Greek
λασία — Ονομασία της Άνδρου, της Λέσβου και του Πόρου κατά την αρχαιότητα, καθώς και ενός όρμου στην Επιδαύρια. * * * η ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας coccinelidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lasie (< λάσιος)] … Dictionary of Greek